μούγκομαι

μούγκομαι
μουγκρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. θρήνομαι: θρηνούμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρήνομαι — και θρηνοῡμαι, έομαι βλ. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρηνούμαι, με αναβιβασμό του τόνου κατά ορισμένα συνώνυμα μη περισπώμενα, όπως το δέρνομαι (πρβλ. μούγκομαι μουγκούμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”